- ακαταφρόνητος
- -η, -ο (Α ἀκαταφρόνητος, -ον) [καταφρονῶ]αυτός που δεν έχει καταφρονηθεί ή δεν μπορεί να καταφρονηθεί, ο αξιόλογος, ο σπουδαίος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαταφρόνητος — ακαταφρόνητος, η, ο και ακαταφρόνετος, η, ο αυτός που δεν καταφρονιέται, που είναι υπολογίσιμος: Ήταν νοικοκυρά γυναίκα κι ακαταφρόνετη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαταφρόνητος — not to be despised masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταφρόνητον — ἀκαταφρόνητος not to be despised masc/fem acc sg ἀκαταφρόνητος not to be despised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταφρονήτου — ἀκαταφρόνητος not to be despised masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταφρονήτους — ἀκαταφρόνητος not to be despised masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταφρονήτων — ἀκαταφρόνητος not to be despised masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταφρόνητοι — ἀκαταφρόνητος not to be despised masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՔԱՄԱՀԵԼԻ — ( ) NBH 1 0254 Chronological Sequence: Unknown date ա. Ոչ քամահելի. ոչ արհամարհելի. ἁκαταφρόνητος non contemnendus *Զգառնն եւ զբարկացօղ անքամահելի անուանեն. Բրս. սղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)